ναρθηκοφανής

ναρθηκοφανής
ναρθηκο-φᾰνής, ές,
A looking like νάρθηξ, Archig. ap. Orib.8.2.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναρθηκοφανής — ναρθηκοφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν νάρθηκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ, ηκος + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. ιππο φανής, μολυβδο φανής] …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκοφανής — looking like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”